ῥαπίς — ῥαφίς needle fem nom sg (doric) ῥαπίς rod fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
u̯er-3: G. u̯er-p-, u̯r-ep- (*su̯erkʷh-) — u̯er 3: G. u̯er p , u̯r ep (*su̯erkʷh ) English meaning: to turn, wind Deutsche Übersetzung: “drehen, winden” Material: O.Ind. várpas n. “artifice, Kunstgriff”, originally “* curvature, Winkelzug”; Gk. ῥάπτω (*Fραπι̯ω, *u̯r̥p )… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ραπίζω — ῥαπίζω, ΝΜΑ χτυπώ κάποιον με ανοιχτή την παλάμη τού χεριού στο πρόσωπο, χαστουκίζω (α. «ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αύτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ΚΔ β. «ἐκολάφισαν αὐτὸν οἱ δὲ ἐρράπισαν», ΚΔ) αρχ. 1. χτυπώ κάποιον με ραβδί ή μαστίγιο… … Dictionary of Greek
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek
ρέπω — ῥέπω ΝΑ 1. κλίνω προς μια ορισμένη κατεύθυνση 2. (ιδίως για πλάστιγγα) γέρνω προς τα κάτω («τὸ μὲν κάτω ρέπον ἐν τοῑς ζυγοῑς βαρύ τὸ δὲ ἄνω κοῡφον», Πλάτ.) 3. μτφ. έχω τάση, έχω έφεση πρός κάτι (α. «ρέπει προς την ακολασία» β. «ῥέπουσι πρὸς τὴν… … Dictionary of Greek
εΰρραπις — ἐΰρραπις, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραίο ραβδί («ἐΰρραπις Ἑρμῆς», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ραπίς «ραβδί»] … Dictionary of Greek
ραπιδήϊον — και ῥαπήϊον τὸ, Α είδος λαχάνου, το λεοντοπέταλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαπίς*, ίδος «είδος λαχάνου» + κατάλ. ήϊον (ουδ. τής κατάλ. ήϊος)] … Dictionary of Greek
ραπιδοποιός — όν, Α το αρσ. ως ουσ. ὁ ῥαπιδοποιός αυτός που κατασκευάζει ή διακοσμεί κρηπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαπίς, ίδος «είδος υποδήματος» + ποιός*] … Dictionary of Greek
ραφίδα — η / ῥαφίς, ίδος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥαπίς ΜΑ βελόνα για ράψιμο (α. «εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῑν», ΚΔ β. «ῥαφίδα καὶ λίνον λαβὼν τὸ ῥῆγμα σύρραψον τόδε», Άρχιππ.) νεοελλ. βοτ. βελονοειδής κρύσταλλος που απαντά σε… … Dictionary of Greek
ρώψ — (I) ῥωπός, ή, ΜΑ (κυρίως στον πληθ.) αἱ ῥῶπες λεπτές και ευλύγιστες βέργες κομμένες από θάμνους αρχ. (στον εν. μόνο στον Ησύχ.) μικρό χαμόδεντρο, θάμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. τού προελλην. γλωσσικού υποστρώματος, ενώ… … Dictionary of Greek